Υψηλότερες αποδόσεις φαίνεται να αναζητεί σταδιακά ένα τμήμα της πελατειακής βάσης των τραπεζών που λάμβανε, μικρές μεν, αλλά ασφαλείς υπεραξίες από τις προθεσμιακές. Η περαιτέρω αποκλιμάκωση των επιτοκίων και η μετακύλιση προς τις καταθέσεις δημιουργεί ένα ρεύμα προς μια άλλης μορφής επενδυτικά προϊόντα, προσοδοφόρα προς τις τράπεζες.
Αυτό το ρεύμα οφείλουν να εκμεταλλευτούν τα τμήματα wealth - asset management των τελευταίων αλλά και οι ασφαλιστικές που συνεργάζονται οι τράπεζες για τη διαμόρφωση μιας πιο ελκυστικής προϊόντικής γκάμας.
Σταδιακή αποφόρτιση των τραπεζών από προθεσμιακές
Από τα στοιχεία του πρώτου τριμήνου του τρέχοντος έτους, παρατηρείται μια ήπια αποκλιμάκωση των προθεσμιακών σε απόλυτο μέγεθος, παραμένοντας εντός πλάνων, ως ποσοστό της συνολικής καταθετικής βάσης. Την ίδια στιγμή, σημαντικό τμήμα των προθεσμιακών που είχε «κλειδώσει» σε υψηλότερα επιτόκια το προηγούμενο διάστημα, λήγει τους επόμενους τρεις και έξι μήνες (για 65% - 90% τους επόμενους τρεις και έξι μήνες έκανε λόγο η Πειραιώς). Σε αυτό το διάστημα θα φανεί και η περαιτέρω ένταση των προσπαθειών των τραπεζών να τραβήξουν κεφάλαια προς τους παραπάνω δύο πυλώνες.
Οι καταθέσεις της Alpha διαμορφώθηκαν στα 50,4 δισ. ευρώ στα τέλη του πρώτου τριμήνου, περίπου 0,6 δισ. χαμηλότερα έναντι του τετάρτου τριμήνου του 2024. Η μείωση οφείλεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στις προθεσμιακές, που από τα 14,9 δισ. υποχώρησαν στα 14,3 δισ. ευρώ, λόγω μετακίνησης «παρκαρισμένων» κεφαλαίων από επιχειρήσεις. Οι προθεσμιακές καλύπτουν το 28,3% περίπου της συνολικής «πίτας», έναντι ετήσιου στόχου για 27%, με το pass – through να διαμορφώνεται στο 64% (για προθεσμιακές) και το μέσο spread καταθέσεων του ομίλου να υποχωρεί στο 2,01% από 2,21%.
Αποκλιμάκωση και για την Εθνική, που διαθέτει άλλωστε και τη χαμηλότερη στάθμιση προθεσμιακών στην καταθετική της βάση. Οι καταθέσεις του ομίλου διαμορφώθηκαν στα 56,5 δισ. ευρώ από 57,6 δισ. ευρώ (-1,1 δισ. διαφορά), εκ των οποίων, 10,4 δισ. είναι προθεσμιακού χαρακτήρα. Μειωμένες κατά 0,5 δισ. ευρώ από τα τέλη του 2024, που βρίσκονταν στα 10,9 δισ. ευρώ. Το yield στις προθεσμιακές υποχώρησε στο 1,8% από 1,91% ένα τρίμηνο πριν.
Στην Πειραιώς, οι προθεσμιακές παρέμειναν αρκετά συμπαγής, με μια ήπια τάση ενίσχυσης τα τελευταία τρίμηνα. Συγκεκριμένα, διαμορφώθηκαν στα 13,76 δισ. από 13,68 δισ. ευρώ στα τέλη Δεκεμβρίου 2024, καλύπτοντας το 22,4% της καταθετικής βάσης, συνολικού ύψους 61,44 δισ. ευρώ. Το κόστος των πρώτων υποχώρησε περαιτέρω σε διάστημα ενός μήνα, στο 1,84% τον Απρίλιο, από 1,95% τον Μάρτιο, με το pass through στο 52%.
Κατά 1,5 δισ. ευρώ υποχώρησαν οι καταθέσεις της Eurobank μεταξύ τέλους 2024 και πρώτου τριμήνου 2025. Πιο σύνθετη η κατάσταση στις προθεσμιακές, καθώς, στην Κύπρο (+0,1 δισ. ευρώ Ελληνική και -0,5 δισ. ευρώ Eurobank Cyprus) είδε καθαρή μείωση κατά 0,4 δισ. ευρώ και στη Βουλγαρία αύξηση κατά 0,1 δισ. ευρώ. Στην Ελλάδα, οι συνολικές καταθέσεις μειώθηκαν κατά 1,3 δισ. ευρώ, με την ποσόστωση των προθεσμιακών στο εγχώριο μείγμα να υποχωρεί στο 32% έναντι 33%. Συνεπώς ένα τμήμα της μείωσης ήταν προθεσμιακού χαρακτήρα. Η τράπεζα έχει καθοδηγήσει για 30% φέτος στην Ελλάδα και 36% σε σύνολο (ευθυγράμμιση στο πρώτο τρίμηνο). Το beta καταθέσεων στο 26% με το spread σε εγχώριο σύνολο στο 2,05%, από 2,38%.
Με το δεξί στο 2025 οι διαχειριστές...
Από την άλλη, οι καθαρές πωλήσεις προϊόντων αμοιβαίων κεφαλαίων από τις τέσσερις ΑΕΔΑΚ των τραπεζών ενισχύθηκαν κατά 40% στο πρώτο τρίμηνο του 2025, σε τριμηνιαία βάση, φτάνοντας τα 1,6 δισ. ευρώ. Eurobank και Πειραιώς κατέγραψαν τις ισχυρότερες αποδόσεις, με +515 και +560 εκατ. ευρώ αντίστοιχα, ενώ η Alpha παρουσιάζει μια ελαφρώς πιο αδύναμη εικόνα σε επίπεδο καθαρών πωλήσεων (+0,1 δισ. ευρώ) με τον αντίκτυπο του valuation (+0,8 δισ. ευρώ) να τις υπερκαλύπτει κατά πολύ, κάτι που οφείλεται στο open structure και στη συνεργασία με την UniCredit (one markets - 2,2 δισ. ευρώ σε AUM third party mutual funds).
Ρυθμούς αρχίζει να ανεβάζει σταδιακά η Εθνική. Περίπου 1,1 δισ. ευρώ μετακινήθηκαν σε ετήσια βάση (πρώτο τρίμηνο 2025 – 2024) από τις προθεσμιακές προς τα επενδυτικά προϊόντα, με τμήμα wealth και private πελατών να τοποθετείται στα Α/Κ της Εθνικής Asset Management, η οποία δίνει μεγαλύτερο βάρος στα ομολογιακά αμοιβαία (έναντι Alpha και Πειραιώς ΑΕΔΑΚ που έχουν υψηλότερη κατανομή σε μετοχικά αμοιβαία).
Σε ό,τι αφορά τα μερίδιο αγοράς (χωρίς Α/Κ τρίτων), η Eurobank διατηρεί τα πρωτεία (25,8%), με τις Εθνική (+0,45% μέχρι 8 Μαΐου - στο 14,51%), Πειραιώς να διευρύνουν το αποτύπωμά τους. Η τελευταία μάλιστα «κονταροχτυπιέται» με την Alpha σε επίπεδο ενεργητικού, αυξάνοντας το μερίδιο αγοράς της κατά +1,48% από τις αρχές του έτους. Ευρύτερα, η Πειραιώς κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου ξεπέρασε το στόχο των 12 δισ. ευρώ σε AUM (Private, Piraeus Securities, Α/Κ) για φέτος, φτάνοντας τα 12,5 δισ. ευρώ.
... αλλά χρειάζονται περισσότερα και πιο τολμηρά
Παρά το θετικό ξεκίνημα κατά τη φετινή χρονιά, τα τμήματα διαχείρισης κεφαλαίων και ευρύτερα οι τράπεζες θα πρέπει να αξιοποιήσουν με μεγαλύτερη ένταση τους δύο, χαμηλής διείσδυσης, πυλώνες των asset gathering – bancassurance, αναδιαμορφώνοντας παράλληλα και την εγχώρια επενδυτική κουλτούρα (καλύτερη αντίληψη του ορισμού της επένδυσης) για τη μονιμότερη θέση μέρους της επενδυτικής κοινότητας στα διάφορα προϊόντα και όχι απλά παροδικά και κατά διαστήματα.
Έτσι, μεγάλο στοίχημα αποτελεί η σταδιακή μετάβαση ενός πιο ρηχού και παραδοσιακού, σε τοποθετήσεις (περιορισμένου ρίσκου επενδύσεις) τμήματος επενδυτών σε προϊόντα υψηλότερου ρίσκου (μετοχικά, σύνθετα κτλ). Πέρασμα που θα βασίζεται στις σχέσεις εμπιστοσύνης που έχουν «χτίσει» οι διαχειριστές με τους πελάτες τους, καθώς οι τελευταίοι έχουν λάβει σημαντικές αποδόσεις και ένα εύλογο έξτρα εισόδημα από τα «target maturity» προϊόντα.
Ζητούμενοι επίσης η διεύρυνση σε wealth πελάτες όπως και η μεγαλύτερη γεωγραφική διαφοροποίηση μέσω συνεργειών με ξένες επενδυτικές. Στη βάση αυτού εδράζεται και η συνεργασία της Alpha Bank και της Eurobank με UniCredit και Intesa (Eurizon) JP Morgan αντίστοιχα, που θέτουν στην πρώτη γραμμή την ενίσχυση της τεχνογνωσίας, την προσφορά μεγαλύτερης και αναβαθμισμένης προϊοντικής γκάμας με καλύτερη στόχευση και χωρίς μάλιστα την ανάγκη ανάπτυξης αυτής από τις ίδιες τις τράπεζες. Ήδη οι παραπάνω συνέργειες αρχίζουν να αποδίδουν «καρπούς».
Στο επίκεντρο του asset management θα πρέπει να βρεθεί και μια εντελώς διαφοροποιημένη - βάση προφίλ και χαρακτηριστικών - «δεξαμενή» νέων επενδυτών που εντρυφεί σε υψηλότερου ρίσκου και μεταβλητότητας τοποθετήσεις, με απευθείας έκθεσης σε μετοχικές αγορές του εξωτερικού και στον κόσμο των κρυπτονομισμάτων, μέσω ξένων broker. Προκύπτει λοιπόν έμμεσα, η ανάγκη κάλυψης αυτού του κενού, μέσω της διαμόρφωσης μιας πιο καινοτόμας και πιο ελκυστικής προϊοντικής γκάμας (θεματικές σε κλάδους μετοχών, γεωγραφικές ζώνες, ETFs κτλ).
Η υλοποίηση των παραπάνω κινήσεων θα αποφέρει «καρπούς» στα έσοδα από προμήθειες (υπέρ)καλύπτοντας μέρος των απωλειών από τα καθαρά έσοδα από τόκους.
Άλλωστε, οι προμήθειες ως ποσοστό του συνόλου του ενεργητικού των τεσσάρων συστημικών είναι αρκετά χαμηλότερες από τον μέσο όρο στη Νότια Ευρώπη. Συγκεκριμένα, ο μέσος όρος Alpha, Εθνικής, Eurobank, διαμορφώθηκε στα τέλη του 2024 στις 59 μονάδες βάσης, με την Πειραιώς, από την άλλη, να έχει την υψηλότερη κάλυψη, στις 82 μονάδες βάσης.